Λογοτεχνικά Βιβλία & Δοκίμια
(531)- Εμφάνιση
- 18
- 36
Οι άνθρωποι συνήθως, όταν τους βρει μια συμφορά, υψώνουν το βλέμμα τους στον ουρανό και αναρωτιούνται: «Γιατί σ’ εμένα, Θεέ μου;»
Το προξενιό της Ιουλίας Βένιου με τον μεγαλοκτηματία Γιωργίκη Προβιό έμελλε να γίνει το σπουδαίο νέο ολάκερου του κάμπου της Λάρισας. Έπειτα από μερικά χρόνια, ο επίλογος του γάμου της σφραγίζεται με τη δολοφονία του συζύγου και της τρίχρονης κόρης της. Η ίδια, έχοντας καταδικαστεί σε θάνατο, παραμένει αμίλητη, αποδεχόμενη τη μοίρα και, συνεκδοχικά, την ενοχή της. Έξι ημέρες πριν από την εκτέλεσή της, η νεαρή δημοσιογράφος Αλεξάνδρα Γκίκα προσπαθεί να της πάρει μια συνέντευξη μέσα στις Φυλακές Αβέρωφ, όπου και κρατείται· στο πλευρό της ο δικηγόρος Δημητρός Ατζαλίνας. Οι αχνές μνήμες της καταδικασμένης, που δείχνει να ξυπνάει από τον λήθαργο, θα τους γυρίσουν πέντε χρόνια πίσω, στη μετεμφυλιακή εποχή τον Δεκέμβριο του 1949. Η αφήγησή της γεννά και στους δύο ζωηρές υποψίες πως υπάρχει μια «πλάγια ιστορία», μια δεύτερη εξήγηση των γεγονότων που η αποδοχή και απόδειξή της μπορεί να την αθωώσει. Αλλά ο χρόνος που τους απομένει είναι λιγοστός. Υποθέσεις, συνδέσεις γεγονότων, συνειρμοί, αποφάσεις κι ένας αγώνας δρόμου για να αποδείξουν την αθωότητά της, ενώ οι δείκτες του ρολογιού έχουν ξεκινήσει ήδη να μετρούν αντίστροφα. Τα γεγονότα δικαιολογούν κάθε ψήγμα αισιοδοξίας. Η αλήθεια, όμως, δεν έχει φανερώσει την τελική της όψη...
Η Σάρα συνέχισε να τον κοιτάζει. «Η αγάπη είναι ναός. Η αγάπη είναι μία. Η αγάπη είναι για πάντα. Με πίστεψες ποτέ;» Δεν μπορούσε να απαντήσει. Η Νέα Υόρκη, σε γραμμές δρόμων, σε κορυφές κτισμάτων, σε αστραπές θάλασσας, πέρα από τις γέφυρες, ψηλό άγαλμα για τον ουρανό, για τη στέγη του κόσμου. «Θα επιστρέψουμε, Στέφανε. Σ’ το υπόσχομαι.» Κι όλα χάθηκαν κάτω από τα σύννεφα. Μάρτιος του 2011. Η οικονομική κρίση διαπερνά τον πλανήτη απ’ άκρη σ’ άκρη. Ρυθμίζει τα πάντα και επιβάλλει κανόνες. Αλλά στη Δυτική 23η Λεωφόρο, στο Μανχάταν, στη Νέα Υόρκη, σ’ ένα από τα πλέον γοητευτικά ξενοδοχεία του κόσμου, το Hotel Chelsea, σαν σε άλλο χρόνο και σε άλλη εποχή, υπάρχει κάποιος που προσπαθεί να τηρήσει μια υπόσχεση που έδωσε δέκα χρόνια πριν: της αιώνιας αγάπης. Πώς θα το καταφέρει μέσα σ’ έναν κόσμο που ελέγχει και γνωρίζει τα πάντα; Ποια ρωγμή της ψυχής του θα σκαλίσει για να φέρει πίσω ό,τι έχασε; Το Hotel Chelsea, βαρόνος της τέχνης, η Νέα Υόρκη, φιλόξενη και πανέμορφη, και τα άλλα σημεία της Γης, που καθόρισαν τη ζωή του, θα τα καταφέρουν;
Ο Θανάσης Βεργής χάνει τη γη κάτω από τα πόδια του όταν, τον Μάιο του 1972, η δεκατριάχρονη κόρη του Δροσιά πνίγεται στο ορμητικό ποτάμι του χωριού τους. Το σώμα της δε θα βρεθεί, παρά μόνο τα παπούτσια και η ζακέτα της. Σχεδόν έναν χρόνο αργότερα, ένα άλλο κορίτσι από το διπλανό χωριό εξαφανίζεται μυστηριωδώς· οι φήμες που κυκλοφορούν λένε πως κλέφτηκε με κάποιον που αγαπούσε τρελά. Λίγους μήνες μετά, ακόμη ένα κορίτσι από το πρώτο χωριό χάνεται αναίτια από προσώπου γης την ημέρα των γενεθλίων της. Ένας πνιγμός και δύο εξαφανίσεις στην ίδια περιοχή προκαλούν πολλά ερωτηματικά τόσο στους κατοίκους όσο και στη Χωροφυλακή που τις ψάχνει παντού, δίχως όμως απαντήσεις. Το χωριό στιγματίζεται ως καταραμένο, κι ένα σύννεφο φόβου βαραίνει τους κατοίκους του. Είκοσι ολόκληρα χρόνια μετά τον χαμό της Δροσιάς, ένα δεκαπεντάχρονο κορίτσι βρίσκεται πνιγμένο στον ίδιο ποταμό. Η κατάρα ξαναχτυπά το χωριό. Η εξέταση του ιατροδικαστή είναι καταπέλτης. Μαζί με την υπόθεση ανοίγουν ξανά στην Αστυνομία τρεις ξεχασμένοι φάκελοι. Και τότε ξυπνούν οι δαίμονες. Γιατί αυτή τη φορά, κάποιος θα μιλήσει και θα πει αλήθειες που δε θέλει να πιστέψει κανείς. Τι συνέβη σε εκείνα τα κορίτσια που χάθηκαν; Πού πήγαν; Πού βρίσκονται τώρα; Οι δαίμονες δεν έχουν όνομα. Έχουν όμως παρουσία και επιλέγουν ποιους θα βασανίσουν…
Ο ΝΟΞ ΕΙΝΑΙ ΩΡΑΙΟΣ, ΜΟΝΑΧΙΚΟΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΑΝΕΧΕΤΑΙ ΤΟ ΔΡΑΜΑ. Η ΝΑΟΜΙ ΕΙΝΑΙ ΜΙΑ ΝΥΦΗ ΠΟΥ ΤΟ ’ΣΚΑΣΕ ΓΙΑ ΝΑ ΣΩΣΕΙ ΤΗΝ ΑΠΟΞΕΝΩΜΕΝΗ ΔΙΔΥΜΗ ΑΔΕΛΦΗ ΤΗΣ.
Αθήνα, 1982. Η Δάφνη, μια δυναμική αρχιτέκτονας, με αφορμή τη συνάντηση με τον μεγάλο έρωτα των φοιτητικών της χρόνων, θα αναμοχλεύσει αναμνήσεις της ζωής της, για να γυρίσει πολλά χρόνια πίσω και να συναντήσει ανθρώπους που τη σημάδεψαν, πριν κιόλας πάρει την πρώτη της ανάσα. Κεντρική Μακεδονία, αρχές του προηγούμενου αιώνα. Ένα μωρό, μοναδικό απομεινάρι μιας φλεγόμενης καλύβας του βάλτου, αγωνίζεται να παραμείνει στη ζωή. Δυο αδέρφια, με τα χέρια φυτεμένα στο μνήμα του πατέρα τους, ορκίζονται να πάρουν εκδίκηση. Λίγα χρόνια μετά, ένα κορίτσι με μαρμαρωμένα πόδια αποχωρίζεται τον πατέρα του, που τον στέλνουν στην εξορία. Παιδιά της ελληνικής Ιστορίας, ξετυλίγουν το κουβάρι του μύθου μέσα στη δίνη της, όταν εκείνη τρυπώνει ύπουλα στις ζωές τους για να τις συγκλονίσει, σε μια παραμυθένια πολιτεία, τα Γιαννιτσά, έναν ζωντανό μπερντέ με τα παλάτια του και τις καλύβες του, κι ανθρώπους λογιών λογιών που θα περάσουν εμπρός του, δειλούς και ήρωες, εχθρούς και φίλους.
Εμπιστεύομαι το Χάπι μου. Με τα χρόνια αναπτύξαμε μια ιδιαίτερη σχέση, και ξέρω με σιγουριά ότι δε θα μου έκανε ποτέ κακό, όπως δε θα του έκανα κι εγώ. Φυσικά, δεν μπορώ να είμαι απολύτως βέβαιος μέχρι να το καταπιώ αλλά έχω την πεποίθηση, όσο μπορεί να την έχει κάποιος χωρίς αποδείξεις, ότι, όταν έρθει η κρίσιμη στιγμή, το Χάπι θα κάνει τη δουλειά του γρήγορα, νοικοκυρεμένα και αθόρυβα… Με λένε Ραφαήλ Ιγνάτιο Φίνιξ και είμαι εκατό χρόνων - ή, για να ακριβολογήσω, θα γίνω σε δέκα μέρες, τις πρώτες ώρες της 1ης Ιανουαρίου του 2000, όταν θα αυτοκτονήσω. Γεννημένος στις αρχές του εικοστού αιώνα, ο Ραφαήλ Ιγνάτιος Φίνιξ είναι αποφασισμένος να βάλει τέλος στη ζωή του ακριβώς τη στιγμή που ο προηγούμενος αιώνας θα δίνει τη σκυτάλη στον νέο. Στο «έργο» του θα τον βοηθήσει το Χάπι, αλλά πρώτα θα πρέπει να τακτοποιήσει όλες του τις υποθέσεις και να βγάλει νόημα από την ίδια του τη ζωή. Κι έτσι, αποφασίζει να καταγράψει τα πάντα. Όχι όμως με τον παραδοσιακό τρόπο. Θα αγνοήσει το χαρτί και το μολύβι και θα αρχίσει να γράφει την ιστορία του πάνω στους τοίχους του εγκαταλειμμένου πύργου όπου διαμένει. Ξεκινώντας από τη μοιραία πρώτη περιπέτειά του με την Έμιλι, την παιδική φίλη που θα γίνει ο φύλακας άγγελός του, ο Ραφαήλ θα θυμηθεί τις πάμπολλες εμπειρίες, τις άπειρες συναντήσεις και, φυσικά, τους δέκα φόνους που διέπραξε μέσα σε αυτά τα χρόνια… Ιδού, λοιπόν, μια εντελώς ανορθόδοξη περιγραφή του εικοστού αιώνα - ή μάλλον η εξωφρενική, κάπως αναξιόπιστη αλλά σίγουρα μοναδική εκδοχή του από έναν πολύ ιδιαίτερο άνθρωπο.
…ΚΑΙ ΚΑΘΩΣ ΦΕΥΓΕΙ ΟΛΟΤΑΧΩΣ Η ΝΕΚΡΟΦΟΡΑ, Ο ΦΩΝΤΑΣ, Η ΠΕΤΣΕΤΑ ΠΑΝΤΑ ΣΤΟΝ ΩΜΟ ΚΑΙ ΣΤΟ ΧΕΡΙ ΤΟ ΞΥΡΑΦΙ ΚΑΙ ΤΟ ΠΙΝΕΛΟ, ΤΡΕΧΕΙ, ΤΡΕΧΕΙ Ο ΦΩΝΤΑΣ ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙ ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΑ, ΦΩΝΑΖΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΚΛΑΙΓΟΝΤΑΣ, ΚΛΑΙΓΟΝΤΑΣ ΚΑΙ ΦΩΝΑΖΟΝΤΑΣ: «ΤΗΝ ΚΟΝΤΡΑ, ΓΙΩΡΓΗ ΜΟΥ… ΝΑ ΜΕ ΣΥΓΧΩΡΕΙΣ, ΓΙΩΡΓΗ ΜΟΥ, ΜΕ ΠΗΡΕ Η ΩΡΑ ΚΑΙ ΔΕΝ ΠΡΟΛΑΒΑ ΝΑ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΩΣΩ, ΓΙΩΡΓΗ ΜΟΥ… ΕΚΕΙ ΣΤΗ ΛΑΚΚΟΥΒΙΤΣΑ, ΓΙΩΡΓΗ ΜΟΥ… ΤΗ ΛΑΚΟΥΒΙΤΣΑ ΤΗΣ ΤΥΧΗΣ, ΓΙΩΡΓΗ ΜΟΥ…»
1941. Η Ελλάδα βογκά κάτω από τη σκληρή γερμανική Κατοχή, μαζί κι οι κάτοικοι ενός μικρού νησιού του Αιγαίου: η Λήδα, μια νεαρή χήρα, εξοβελισμένη με την κόρη της από την τοπική κοινωνία· ο Παππούς, ο ηλικιωμένος που την έχει πάρει υπό την προστασία του· ο χειροδύναμος Μάρκος, που δε δειλιάζει μπροστά στον κίνδυνο, αλλά διστάζει μπροστά στις λέξεις· ο δήμαρχος, ο γιατρός, ο δικηγόρος του νησιού κι άλλοι σημαίνοντες πολίτες του. Κάποια στιγμή στη μικρή νησιωτική κοινωνία θα ενταχθούν η Αθηναία Ρίτα με τον έφηβο γιο της, στο σπίτι της οποίας σύντομα θα εγκατασταθεί και ο λοχίας Γκέοργκ Φίσερ με τη μακρινή ελληνική καταγωγή. Το ίδιο διάστημα, στο Βερολίνο, ο επίατρος του ναυτικού Κρίστιαν Μίλερ θα γνωρίσει τη Μάρεν, τη γυναίκα της ζωής του. Ο πόλεμος όμως σύντομα θα χωρίσει τους δύο νέους. Ο ανθρωπιστής Κρίστιαν θα βρεθεί στο ελληνικό νησί, αποφασισμένος να πολεμήσει μονάχα τους κοινούς ανθρώπινους εχθρούς, τον θάνατο και τον πόνο, με όπλο το νυστέρι του. Ο πόλεμος, ωστόσο, είναι πάντα απρόβλεπτος… Νησιωτική Ελλάδα-Βερολίνο... Κατακτητές και κατακτημένοι, πολιορκημένοι από τη βαρβαρότητα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου. Φόβοι, αγωνίες, πάθη, αμφιβολίες αλλά κι η μεγαλοσύνη του ανθρώπου, που κατορθώνει πάντα να «φωτίζει» και τις πιο σκοτεινές εποχές.
Τελικά, είναι δυνατόν ένας άνθρωπος να καταλάβει απόλυτα κάποιον άλλο; Μπορεί να επενδύουμε άπειρο χρόνο και ενέργεια στην επίμονη προσπάθεια να μάθουμε ένα άλλο πρόσωπο, αλλά στο τέλος πόσο μπορούμε να πλησιάσουμε την ουσία αυτού του προσώπου; Πείθουμε τον εαυτό μας ότι γνωρίζουμε καλά αυτό το άλλο άτομο, αλλά μαθαίνουμε ποτέ στ’ αλήθεια κάτι σημαντικό για οποιονδήποτε; Ο τριαντάχρονος Τόρου Οκάντα χάνει τη δουλειά του, τη γάτα του και λίγο αργότερα τη γυναίκα του και αποδύεται στην αναζήτησή τους. Η ήρεμη ρουτίνα της ζωής του ανατρέπεται και ξεκινά μια παράξενη διαδρομή στην οποία τον καθοδηγούν (αν και ασαφώς) διάφοροι χαρακτήρες που ο καθένας τους έχει να του αφηγηθεί και από μια ιστορία. Αστυνομικό μυστήριο, το χρονικό ενός γάμου υπό διάλυση, μια ανασκαφή θαμμένων μυστικών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου: το αριστουργηματικό αυτό μυθιστόρημα είναι όλα αυτά μαζί, αλλά κυρίως μια απόδειξη της ακατάτακτης συγγραφικής ευφυΐας του Μουρακάμι.
Δε γνωρίζουμε με ακρίβεια ολόκληρη τη ζωή του άλλου που νομίζουμε πως γνωρίζουμε, ούτε του πιο κοντινού μας. Και η γυναίκα που έφτασε, έπειτα από είκοσι πέντε χρόνια, στην πόλη όπου γεννήθηκε, για να εργαστεί ως δικηγόρος κρύβει το δικό της μυθιστόρημα. Μάταια η κοινωνία γύρω της θα αναρωτιέται. Ποια ακριβώς είναι, γιατί επέστρεψε, τι και ποιον ζητά; Τι συνέβη αφότου σαν κυνηγημένη ένα βράδυ έφυγε απ’ τη Σούδα με το πλοίο Αγγέλικα και μια μικρή βαλίτσα; Για να χαθεί στο βολικό χάος της πρωτεύουσας και να μεταμορφωθεί σε άλλη! Σε ποια; Για πόσο; Τι τη γυρίζει στο παρελθόν; Κάτι να απαιτήσει; Κάτι να ξεπληρώσει; Να εκδικηθεί; Να διαγράψει; Ένας παλιός έρωτας; Έρωτας που είναι πάντα δώρο και τίμημα. Περισσότερο τίμημα... Όταν ένας συγγραφέας τα ξέρει εξαρχής όλα για τους ήρωές του, δεν είναι καλός συγγραφέας. Δεν μπορεί δηλαδή να υποταχτεί στις εκπλήξεις των προσώπων, αναγκαίο για να ζωντανέψει το κείμενο. Όσο για τις δυο πόλεις όπου συμβαίνει τούτο το βιβλίο, τι να πεις; Κάθε πόλη που ζήσαμε είναι η αντανάκλασή μας, η προβολή του προσώπου μας. Πάντα θα απορούν οι στοχαστές: Είναι η πόλη που επηρεάζει τους ανθρώπους της, ή οι άνθρωποι που της δίνουν τα χαρακτηριστικά τους;
«Όλα τα ζώα είναι ίσα, αλλά ορισμένα ζώα είναι πιο ίσα από τα άλλα». Αυτή η φράση του Τζορτζ Όργουελ από τη Φάρμα των Ζώων έχει περάσει στην Ιστορία και στην κοινή συνείδηση πολλών και διαφορετικών λαών, από διαφορετικές κουλτούρες, μιλώντας στην καρδιά όλων των σκεπτόμενων ανθρώπων που ξέρουν να εκτιμούν τα αγαθά της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Ποιος τη λέει; Τα γουρούνια της φάρμας, τα οποία, μετά την επανάσταση κατά των ανθρώπων-αφεντικών και την ανατροπή των τελευταίων, δεν εγκαθιδρύουν την ισότητα μεταξύ των ζώων, που ήταν ο αρχικός στόχος της επανάστασης, αλλά ένα ολοκληρωτικό καθεστώς υπό την απόλυτη εξουσία του γουρουνιού που ονομάζεται «Ναπολέων». Αλληγορική νουβέλα, γραμμένη το 1945 (μόλις τρία χρόνια πριν από το «αδελφό» έργο, το 1984), η Φάρμα των Ζώων εμπνέεται από τα τεκταινόμενα και τις συνέπειες της Ρωσικής Επανάστασης του 1917: πώς το όραμα για μια κοινωνία ίσων πολιτών μεταβλήθηκε σταδιακά σε ένα εφιαλτικό, απολυταρχικό καθεστώς που φυλάκιζε και εξόντωνε αντιφρονούντες. Η πολεμική του Όργουελ απέναντι στον σταλινισμό (απότοκη κυρίως των εμπειριών που είχε στον Ισπανικό Εμφύλιο) βρίσκει εδώ, και πριν από το 1984, το αποκορύφωμά της. Κλασικό έργο πλέον, η Φάρμα των Ζώων έχει αγαπηθεί από τελείως διαφορετικές γενιές αναγνωστών και έχει μεταφερθεί πολλές φορές στον κινηματογράφο, στην τηλεόραση, στο θέατρο, ενώ έχει γίνει και κόμικ.
Από τη σοφίτα του Λίντονς, μιας εγκαταλειμμένης έπαυλης στην αγγλική ύπαιθρο, το βλέμμα της Φράνσις Τζέλικο πέφτει πρώτα πάνω στην Κάρα, σκοτεινή και όμορφη, και στη συνέχεια στον Πίτερ, σοβαρό και εντυπωσιακό. Το ζευγάρι περνάει το καλοκαίρι του 1969 στα δωμάτια κάτω από το δικό της, καθώς η Φράνσις μελετά την αρχιτεκτονική των γύρω κήπων. Αλλά η ρουτίνα της αλλάζει όταν ανακαλύπτει ένα ματάκι στο πάτωμα του μπάνιου της από το οποίο μπορεί να κατασκοπεύσει την ιδιωτική ζωή των γειτόνων της. Προς μεγάλη έκπληξη της Φράνσις, η Κάρα και ο Πίτερ δείχνουν προθυμία να τη γνωρίσουν. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή της που κάποιος την αποκαλεί φίλη και πολύ σύντομα οι τρεις τους περνάνε μαζί την κάθε μέρα: τρώνε υπέροχα γεύματα, πίνουν αμέτρητα μπουκάλια κρασί και καπνίζουν μέχρι που η στάχτη μαζεύεται σωρός πάνω στα σκονισμένα έπιπλα. Αλλά καθώς το καυτό καλοκαίρι φτάνει στο αποκορύφωμά του, γίνεται προφανές ότι η σχέση της Κάρα και του Πίτερ είναι περίπλοκη. Οι ιστορίες που λέει η Κάρα δε βγάζουν νόημα και, καθώς η Φράνσις μπλέκεται ολοένα και πιο βαθιά στη ζωή του σαγηνευτικού ζευγαριού, τα όρια ανάμεσα στην αλήθεια και στο ψέμα, στο σωστό και το λάθος, αρχίζουν να θολώνουν. Μέσα στην παρακμή όπου οι τρεις τους διολισθαίνουν, ένα μικρό έγκλημα θα οδηγήσει σε ένα μεγαλύτερο: ένα έγκλημα τόσο τρομερό, που θα στιγματίσει τη ζωή τους για πάντα. Το ΠΙΚΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ είναι ένα γοητευτικό ψυχογράφημα, μια κλειδαρότρυπα στους κινδύνους του πόθου, που δείχνει πού μπορεί να φτάσει ένας άνθρωπος προκειμένου να δραπετεύσει από το παρελθόν του.
Ένα τρομακτικό παραμύθι; Ένα φιλοσοφικό θρίλερ; Μια ερωτική φαντασία; Για τον Ζαν-Μπατίστ Γκρενούιγ, τον σκοτεινό ήρωα, μαθαίνουμε μόνο πως γεννήθηκε στις 17 Ιουλίου 1738 στο Παρίσι, ανάμεσα στα σκουπίδια της αγοράς με δυο ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Αυτός που τρομάζει τους πάντες με την παντελή έλλειψη κάθε μυρωδιάς έχει την πιο ευαίσθητη μύτη του κόσμου. Καταγράφει στην ατελείωτη τράπεζα της μνήμης του όλες τις μυρωδιές που συναντά στο δρόμο του, και όχι μόνο αυτό, αλλά μπορεί να ανακαλέσει κάθε στιγμή εκείνη που θα διαλέξει. Η μακριά πορεία του στο βασίλειο των οσμών θα τον οδηγήσει από το εργαστήριο του αρωματοποιού στη θέση του ημίθεου που παρασύρει τα πλήθη με μοναδικό όπλο το ύψιστο και συγκλονιστικότερο άρωμα που υπάρχει. Αυτό της ανθρώπινης ύπαρξης.
Χρεώνεται αμαρτίες ο μεγάλος έρωτας, ή είναι αθώος σαν ανεύθυνος; Κι εγώ πια είμαι ανεύθυνη, ακαταλόγιστη, ανίδεη κι αναγκεμένη όσο ένα μωρό την πρώτη ώρα του τοκετού. Όχι, δε με ενδιαφέρει απόψε η αμαρτία! Ούτε υποψιάζομαι πως υπάρχει τέτοια κατάσταση. Άραγε, το να αμαρτάνεις προϋποθέτει συνείδηση; Ή και ασυνείδητα τη φορτώνεσαι και την πληρώνεις μετά; Μεγάλο θέμα αλλά απόψε μάταιο… Ένα κορίτσι εξαφανίζεται και δε θα την βρει ποτέ ξανά κανείς, κι ας μένει κοντά στο σπίτι από όπου δραπέτευσε. Δραπέτευσε από τους παρανοϊκούς γονείς της, ερωτεύτηκε παράφορα έναν αφηρημένο άντρα, βρήκε τη φιλία που σώζει. Μια ιστορία ζωής, θανάτου, και πάλι ζωής.
ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ ΜΕ ΑΓΝΩΣΤΟ ΑΠΟΣΤΟΛΕΑ. ΤΟΝ ΜΥΣΤΗΡΙΩΔΗ Α. Κάθε βδομάδα η Έλι βρίσκει στο γραμματοκιβώτιό της καρτ ποστάλ από την Ελλάδα που, αν και δεν προορίζονται για την ίδια, φωτίζουν τη μουντή λονδρέζικη καθημερινότητά της. ΚΑΡΤ ΠΟΣΤΑΛ ΠΟΥ ΑΠΕΥΘΥΝΟΝΤΑΙ ΣΕ ΕΝΑ ΑΓΝΩΣΤΟ ΑΤΟΜΟ. Γοητευμένη από τα ειδυλλιακά στιγμιότυπα, θα αποφασίσει να ταξιδέψει για να γνωρίσει από κοντά αυτόν τον ιδιαίτερο τόπο. Τη μέρα της αναχώρησής της για την Αθήνα, ωστόσο, στο γραμματοκιβώτιό της θα βρει ένα σημειωματάριο. ΚΙ ΕΝΑ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟ ΠΟΥ ΚΑΤΑΓΡΑΦΕΙ ΤΗ ΣΥΓΚΙΝΗΤΙΚΗ ΟΔΥΣΣΕΙΑ ΕΝΟΣ ΑΝΔΡΑ. Στις σελίδες αυτού του τετραδίου, που θα γίνει οδηγός της Έλι, ξεδιπλώνεται η προσωπική διαδρομή του Α, καθώς ανακαλύπτει την καρδιά μιας χώρας, αλλά και τη βαθύτερη αλήθεια της δικής του καρδιάς. _ ΣΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΒΑΣΙΖΕΤΑΙ Η ΟΜΟΤΙΤΛΗ ΣΕΙΡΑ ΤΗΣ ΕΡΤ _ Ένα μυθιστόρημα που διαβάζεται σαν μια υπέροχη ερωτική επιστολή προς την Ελλάδα. Sunday Mirror
ΔΕ ΘΑ ΘΕΣ ΝΑ ΦΥΓΕΙΣ… Ένα πεντάστερο επιβλητικό ξενοδοχείο στις Ελβετικές Άλπεις. Ένα παλιό σανατόριο. Χωμένο στο χιόνι. Απομονωμένο από τον υπόλοιπο κόσμο. Μια αστυνομικός στα πρόθυρα της κατάρρευσης. ΩΣΠΟΥ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΠΟΛΥ ΑΡΓΑ! Όταν η ντετέκτιβ Έλιν Γουόρνερ λαμβάνει μια πρόσκληση από τον αποξενωμένο αδελφό της να γιορτάσουν τον πρόσφατο αρραβώνα του σε ένα χειμερινό θέρετρο, δεν μπορεί παρά να τη δεχτεί. Φτάνοντας όμως στο Λε Σομέ, εν μέσω μιας απειλητικής χιονοθύελλας, η Έλιν αμέσως νιώθει νευρικότητα. Παρά το ειδυλλιακό σκηνικό, τόσο ο χώρος όσο και ο αδελφός της, Άιζακ, την αγχώνουν. Και όταν ξυπνούν, το επόμενο πρωί, η αρραβωνιαστικιά του έχει εξαφανιστεί. Ενώ η χιονοθύελλα μαίνεται αποκλείοντας την πρόσβαση στο ξενοδοχείο και η γυναίκα παραμένει άφαντη, οι ένοικοι του ξενοδοχείου αρχίζουν να πανικοβάλλονται…
Η AntiNoah Production παρουσιάζει… Σεζόν 1η, Επεισόδιο 1 Το παγόνι, η αλεπού, το φίδι, το γουρούνι, η καμηλοπάρδαλη και ο λύκος…